- τριταρτημόριον
- τρῐταρτημόριον, τό,A three quarters of an obol, Poll.9.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριταρτημόριον — three quarters of an obol neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταρτημόριον — τὸ, Α τμήμα που αποτελεί τα τρία τέταρτα τού συνόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τεταρτημόριον με απλολογία] … Dictionary of Greek